- ὑποπτευτής
- ὑποπτ-ευτής, οῦ, ὁ,A one who suspects, Adam.2.36.
Greek-English dictionary (Αγγλικά Ελληνικά-λεξικό). 2014.
Greek-English dictionary (Αγγλικά Ελληνικά-λεξικό). 2014.
υποπτευτής — ὁ, Α [ὑποπτεύω] αυτός που υποπτεύεται κάποιον … Dictionary of Greek
ὑποπτευτήν — ὑποπτευτής one who suspects masc acc sg (attic epic ionic) … Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)